- λιπόπτολις
- λῐπό-πτολις, ιος, ὁ, ἡ,
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λιπόπτολις — και στον Ησύχ. λιπόπολις, ιος, ὁ, ἡ (Α) αυτός που εγκαταλείπει ή εγκατέλειψε την πόλη του. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιπ(ο) * + πτόλις (επικ. τ.) ή πόλις] … Dictionary of Greek
πόλη — Αστικός συνοικισμός, ο οποίος αποτελείται από ένα σύμπλεγμα δημόσιων και ιδιωτικών κτιρίων, τα οποία χωρίζονται ή συνδέονται μεταξύ τους με δρόμους, πάρκα και πλατείες, και που κατοικείται μόνιμα από σημαντικό αριθμό ανθρώπων –που επιδίδονται σε… … Dictionary of Greek