λιπόπτολις

λιπόπτολις
λῐπό-πτολις, ιος, , ,
A leaving the city, ib.9.78; [full] λιπόπολις, Hsch. s.v. λιπερνής, Phot. s.v. λιπερνῆτις.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • λιπόπτολις — και στον Ησύχ. λιπόπολις, ιος, ὁ, ἡ (Α) αυτός που εγκαταλείπει ή εγκατέλειψε την πόλη του. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιπ(ο) * + πτόλις (επικ. τ.) ή πόλις] …   Dictionary of Greek

  • πόλη — Αστικός συνοικισμός, ο οποίος αποτελείται από ένα σύμπλεγμα δημόσιων και ιδιωτικών κτιρίων, τα οποία χωρίζονται ή συνδέονται μεταξύ τους με δρόμους, πάρκα και πλατείες, και που κατοικείται μόνιμα από σημαντικό αριθμό ανθρώπων –που επιδίδονται σε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”